- ολοζωής
- επίρρ. всю жизнь, в течение всей жизни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολοζωής — και ολοζωίς επίρρ. καθ όλη τη διάρκεια τής ζωής, σ όλη τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. όλη (την) ζωή, κατά το πρότυπο τού ολημερίς*] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek